λευτερώνομαι

λευτερώνομαι
λευτερώνομαι, λευτερώθηκα, λευτερωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απολύω — κ. απολάω, αμπολάω, απολνώ, αμολάω (AM ἀπολύω) 1. παύω κάποιον από την εργασία ή την υπηρεσία του 2. αφήνω ελεύθερο από την υπηρεσία στον στρατό 3. διαλύω, διατάζω να διαλυθεί (στράτευμα) νεοελλ. 1. αφήνω ελεύθερο, αποφυλακίζω 2. φρ. «απολάω… …   Dictionary of Greek

  • ελευθερώνω — ελευθέρωσα, ελευθερώθηκα, ελευθερωμένος, και λευτερώνω μτβ. 1. κάνω ελεύθερο το δούλο ή τον κρατούμενο, απελευθερώνω. 2. απαλλάσσω κάποιον ή κάτι από βάρη, υποχρεώσεις, εμπόδια κτλ.: Ελευτερώθηκε ο δρόμος απ τα βράχια. 3. το μέσ., ελευθερώνομαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεγεννώ — ή ξεγεννάω ξεγέννησα, ξεγεννημένος 1. μτβ., βοηθώ ετοιμόγεννη γυναίκα να γεννήσει: Την ξεγέννησε η μαμή. 2. αμτβ., γεννώ, λευτερώνομαι: Ξεγέννησε καλά. 3. για ζώα κοπαδιού, παύω να γεννώ, τελειώνω την περίοδο της γέννας: Ξεγέννησαν όλα τα γίδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”